Schwan·ger·schafts·ab·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ
- Schwangerschaftsabbruch
-
- Schwangerschaftsabbruch
-
-
- Schwangerschaftsabbruch αρσ <-(e)s, -brüche> τυπικ
-
- Schwangerschaftsabbruch αρσ <-(e)s, -brüche>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.