στο λεξικό PONS
mo·nopo·ly [məˈnɒpəli, αμερικ -ˈnɑ:p-] ΟΥΣ
1. monopoly ΟΙΚΟΝ (control):
I. na·ture [ˈneɪtʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl
1. nature no άρθ (natural environment):
2. nature (innate qualities):
3. nature (character):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
monopoly nature ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.