στο λεξικό PONS
I. in·tent [ɪnˈtent] ΟΥΣ
II. in·tent [ɪnˈtent] ΕΠΊΘ
1. intent κατηγορ (absorbed):
let·ter of in·ˈtent ΟΥΣ
declaration of intent ΟΥΣ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
declaration of intent ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
loose declaration of intent ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.