στο λεξικό PONS
I. cov·er·ing [ˈkʌvərɪŋ, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ
ˈbear cov·er·ing ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈcov·er·ing note ΟΥΣ βρετ
cov·er·ing ˈlet·ter ΟΥΣ βρετ
cov·er·ing ˈpur·chase ΟΥΣ
face covering ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
covering ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Unterlegung θηλ
covering letter ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
covering purchase ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
covering note ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
capital for covering risks ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
outer covering ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
covering its costs ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.