στο λεξικό PONS
cor·po·rate ˈhis·to·ry ΟΥΣ
I. his·to·ry [ˈhɪstəri, αμερικ also -ɚi] ΟΥΣ
1. history no pl:
2. history μτφ:
II. his·to·ry [ˈhɪstəri, αμερικ also -ɚi] ΟΥΣ modifier
history (book, class):
cor·po·rate [ˈkɔ:pərət, αμερικ ˈkɔ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. corporate (shared by group):
2. corporate (of corporation):
history ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
history ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Verlauf αρσ
corporate ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.