στο λεξικό PONS
cor·po·rate ˈequi·ty ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
equi·ty1 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. equity (stocks, shares):
2. equity no pl:
3. equity (right to receive dividends):
equi·ty2 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl τυπικ
1. equity (fairness, justice):
2. equity ΝΟΜ:
3. equity (neutrality):
Equi·ty3 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
cor·po·rate [ˈkɔ:pərət, αμερικ ˈkɔ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. corporate (shared by group):
2. corporate (of corporation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
corporate equity ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.