στο λεξικό PONS
cor·po·rate con·ˈsul·tan·cy ΟΥΣ
con·sul·tan·cy [kənˈsʌltən(t)si] ΟΥΣ
1. consultancy no pl (advice):
2. consultancy (firm):
cor·po·rate [ˈkɔ:pərət, αμερικ ˈkɔ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. corporate (shared by group):
2. corporate (of corporation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
corporate consultancy ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
consultancy ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
corporate ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
consultancy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.