στο λεξικό PONS
capi·tal par·tici·ˈpa·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
par·tici·pa·tion [pɑ:ˌtɪsɪˈpeɪʃən, αμερικ pɑ:rˌtɪsəˈ-] ΟΥΣ no pl
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital participation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
profit participation capital ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
participation ΟΥΣ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Partizipation θηλ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Teilhabe θηλ
- participation ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.