Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
spilt [βρετ spɪlt, αμερικ spɪlt] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
spilt → spill
I. spill [βρετ spɪl, αμερικ spɪl] ΟΥΣ
1. spill (accidental):
2. spill (fall):
II. spill <απλ παρελθ, μετ παρακειμ spilt or spilled> [βρετ spɪl, αμερικ spɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. spill (pour):
III. spill <απλ παρελθ, μετ παρακειμ spilt or spilled> [βρετ spɪl, αμερικ spɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ (empty out)
I. spill [βρετ spɪl, αμερικ spɪl] ΟΥΣ
1. spill (accidental):
2. spill (fall):
II. spill <απλ παρελθ, μετ παρακειμ spilt or spilled> [βρετ spɪl, αμερικ spɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. spill (pour):
III. spill <απλ παρελθ, μετ παρακειμ spilt or spilled> [βρετ spɪl, αμερικ spɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ (empty out)
IV. spill [βρετ spɪl, αμερικ spɪl]
I. thrill [βρετ θrɪl, αμερικ θrɪl] ΟΥΣ
1. thrill (sensation):
2. thrill (pleasure):
II. thrill [βρετ θrɪl, αμερικ θrɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
III. thrill [βρετ θrɪl, αμερικ θrɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ
-
- frissonner (at, to à)
IV. thrilled ΕΠΊΘ
I. spill out ΡΉΜΑ [βρετ spɪl -, αμερικ spɪl -] (spill out)
oil spill ΟΥΣ
- carelessly break, drop, lose, spill
-
στο λεξικό PONS
spilt [spɪlt] ΡΉΜΑ
spilt μετ παρακειμ, παρελθ of spill
I. spill [spɪl] ΟΥΣ
II. spill <spilt, spilt [or αμερικ, αυστραλ spilled, spilled]> [spɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
I. spill [spɪl] ΟΥΣ
II. spill <spilt, spilt [or αμερικ, αυστραλ spilled, spilled]> [spɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
spilt [spɪlt] ΡΉΜΑ
spilt μετ παρακειμ, παρελθ of spill
I. spill [spɪl] ΟΥΣ
II. spill <-ed [or spilt] , -ed [or spilt]> [spɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
I. spill [spɪl] ΟΥΣ
II. spill <-ed [or spilt] , -ed [or spilt]> [spɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.