Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ass [βρετ as, αμερικ æs] ΟΥΣ
2. ass (fool):
3. ass αμερικ αργκ:
I. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ ΟΥΣ
2. shit (act of excreting):
3. shit:
II. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ ΕΠΊΡΡ a. shit-all
III. shit <απλ παρελθ, μετ παρακειμ shat> [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ ΡΉΜΑ μεταβ
V. to shit oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
VII. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ
στο λεξικό PONS
I. shit [ʃɪt] μειωτ ΟΥΣ no πλ οικ
6. shit (things):
-
- saloperies fpl
ιδιωτισμοί:
III. shit <-tt-, shit [or shitted] [or shat], shit [or shitted] [or shat]> [ʃɪt] μειωτ ΡΉΜΑ αμετάβ
I. shit [ʃɪt] χυδ ΟΥΣ οικ
I | shit |
---|---|
you | shit |
he/she/it | shits |
we | shit |
you | shit |
they | shit |
I | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
---|---|
you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
he/she/it | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
we | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
they | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
I | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
---|---|---|
you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
he/she/it | has | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
we | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
they | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
I | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
---|---|---|
you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
he/she/it | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
we | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
they | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.