Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


ashamed [βρετ əˈʃeɪmd, αμερικ əˈʃeɪmd] ΕΠΊΘ


-
- ashamed (de qn/qc of sb/sth)
στο λεξικό PONS




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.