Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
hont|eux (honteuse) [ˈɔ̃tø, øz] ΕΠΊΘ
1. honteux (déshonorant):
2. honteux (gêné):
- honteux (honteuse) personne
- ashamed (de qn/qc of sb/sth)
- particulièrement fatigué, honteux, important
-
- proprement honteux, insupportable, scandaleux
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.