honteux (-euse) [ˊɔ͂tø, -øz] ΕΠΊΘ
1. honteux:
2. honteux (cause de déshonneur):
- honteux (-euse)
-
- honteux (-euse) défaite, accusation
-
- honteux (-euse) acte, attitude
-
- honteux (-euse) fuite
-
3. honteux (qui cache d'être qc):
- honteux (-euse) partisan, communiste
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.