στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
terrò [ter·ˈrɔ] ΡΉΜΑ
terrò 1. πρόσ sing futuro di tenere
I. tenere <tengo, tenni, tenuto> [te·ˈne:·re] ΡΉΜΑ μεταβ
1. tenere:
2. tenere (mantenere):
4. tenere:
5. tenere μτφ:
II. tenere <tengo, tenni, tenuto> [te·ˈne:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. tenere:
III. tenere <tengo, tenni, tenuto> [te·ˈne:·re] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα tenersi
2. tenere (mantenersi):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.