στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. perfetto [perˈfɛtto] ΕΠΊΘ
1. perfetto (senza difetti):
2. perfetto (completo, totale):
4. perfetto (con valore avverbiale):
II. perfetto [perˈfɛtto] ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- intonazione perfetta
-
-
- con perfetta regolarità
- perfect arrangement, blend, condition, example, French, performance, shape, technique, weather, world
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.