στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pentatlon
pentatlon → pentathlon
pentathlon <πλ pentathlon> [ˈpɛntatlon] ΟΥΣ αρσ
pentaedro [pentaˈɛdro] ΟΥΣ αρσ
pentola [ˈpɛntola, ˈpentola] ΟΥΣ θηλ
1. pentola (recipiente):
2. pentola (pentolata):
I. tentato [tenˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
tentato → tentare
II. tentato [tenˈtato] ΕΠΊΘ
tentare [tenˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. tentare (provare):
2. tentare (allettare):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.