στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
durante [duˈrante] ΠΡΌΘ
1. durante (per esprimere una durata):
2. durante (per esprimere contemporaneità):
I. arancio <πλ aranci> [aˈrantʃo, tʃi] ΟΥΣ αρσ (albero)
I. francese [franˈtʃeze] ΕΠΊΘ
II. francese [franˈtʃeze] ΟΥΣ αρσ θηλ
arancia <πλ arance> [aˈrantʃa, tʃe] ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.