στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. arancio <πλ aranci> [aˈrantʃo, tʃi] ΟΥΣ αρσ (albero)
II. arancio <πλ aranci> [aˈrantʃo, tʃi] ΕΠΊΘ αμετάβλ (colore)
- arancio
-
III. arancio <πλ aranci> [aˈrantʃo, tʃi] ΟΥΣ αρσ <πλ arancio>
- arancio
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.