wies [vi:s] ΡΉΜΑ
wies παρατατ von weisen
I. wei·sen <weist, wies, gewiesen> [ˈvaizn̩] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ
II. wei·sen <weist, wies, gewiesen> [ˈvaizn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
I. wei·sen <weist, wies, gewiesen> [ˈvaizn̩] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ
II. wei·sen <weist, wies, gewiesen> [ˈvaizn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.