στο λεξικό PONS
Ball1 <-[e]s, Bälle> [bal, πλ ˈbɛlə] ΟΥΣ αρσ
1. Ball (zum Spielen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Trade Slip ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Sales Slip ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Slip ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Call-Optionsschein ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Railway Bill ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.