στο λεξικό PONS
Plan <-[e]s, Pläne> [pla:n, πλ ˈplɛ:nə] ΟΥΣ αρσ
1. Plan (geplantes Vorgehen):
2. Plan meist πλ (Absicht):
5. Plan ΝΟΜ:
Post·leit·zahl <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Play-back, Play·back <-, -s> [ˈple:bɛk] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Long Term Performance-Plan ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.