στο λεξικό PONS
Term <-s, -e> [tɛrm] ΟΥΣ αρσ ΜΑΘ
- Term
- term
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Forward Term Premium ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Long Term Performance-Plan ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Medium Term Notes-Programm ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.