Dieb(in) <-[e]s, -e> [di:p, πλ ˈdi:bə] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ge·le·gen·heit <-, -en> [gəˈle:gn̩hait] ΟΥΣ θηλ
1. Gelegenheit (günstiger Moment):
2. Gelegenheit (Anlass):
3. Gelegenheit (günstiges Angebot):
Die·bin <-, -nen> [ˈdi:bɪn] ΟΥΣ θηλ
Diebin θηλυκός τύπος: Dieb
Dieb(in) <-[e]s, -e> [di:p, πλ ˈdi:bə] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.