beauté [bote] ΟΥΣ θηλ
2. beauté πλ:
ιδιωτισμοί:
faute [fot] ΟΥΣ θηλ
1. faute (erreur):
2. faute:
3. faute (responsabilité):
5. faute ΝΟΜ:
6. faute (par manque de):
ιδιωτισμοί:
II. faute [fot]
saute [sot] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.