Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. retraité (retraitée) [ʀ(ə)tʀete] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
retraité → retraiter
II. retraité (retraitée) [ʀ(ə)tʀete] ΕΠΊΘ
retraité personne:
- retraité (retraitée)
-
III. retraité (retraitée) [ʀ(ə)tʀete] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
retraite [ʀ(ə)tʀɛt] ΟΥΣ θηλ
1. retraite (cessation d'activité):
2. retraite (pension):
3. retraite ΣΤΡΑΤ:
4. retraite ΘΡΗΣΚ:
5. retraite λογοτεχνικό:
στο λεξικό PONS
I. retraité(e) [ʀ(ə)tʀete] ΕΠΊΘ (à la retraite)
- retraité(e)
-
retraite [ʀ(ə)tʀɛt] ΟΥΣ θηλ
1. retraite (cessation du travail):
-
- retraité(e) αρσ (θηλ)
-
- retraité(e) αρσ (θηλ)
I. retraité(e) [ʀ(ə)tʀete] ΕΠΊΘ (à la retraite)
- retraité(e)
-
II. retraité(e) [ʀ(ə)tʀete] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- retraité(e)
-
retraite [ʀ(ə)tʀɛt] ΟΥΣ θηλ
1. retraite (cessation du travail):
-
- retraité(e) αρσ (θηλ)
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
retraité αρσ
- retraité
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.