στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. weak [βρετ wiːk, αμερικ wik] ΕΠΊΘ
1. weak (in bodily functions):
2. weak ΜΗΧΑΝΟΛ:
3. weak (lacking authority, strength):
4. weak (poor):
5. weak (faint, lacking substance):
weak-hearted [ˌwiːkˈhɑːtɪd] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.