weak-hearted [ˌwiːkˈhɑːtɪd] ΕΠΊΘ
I. pusillanime [puzilˈlanime] ΕΠΊΘ
II. pusillanime [puzilˈlanime] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- we'll
- we're
- we've
- WEA
- weak
- weak-hearted
- weak-kneed
- weakling
- weakly
- weak-minded
- weakness