στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. precario <πλ precari, precarie> [preˈkarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. precario:
2. precario ΝΟΜ:
- precario
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.