στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
local education authority [ˌləʊkledʒuˈkeɪʃnɔːˌtɒrətɪ] ΟΥΣ βρετ + verbo ενικ o πλ
I. authority [βρετ ɔːˈθɒrɪti, αμερικ əˈθɔrədi] ΟΥΣ
1. authority (power):
2. authority (forcefulness, confidence):
3. authority (permission):
5. authority (expert):
II. authorities ΟΥΣ
authorities npl:
I. local [βρετ ˈləʊk(ə)l, αμερικ ˈloʊk(ə)l] ΟΥΣ οικ
1. local (resident):
II. local [βρετ ˈləʊk(ə)l, αμερικ ˈloʊk(ə)l] ΕΠΊΘ
3. local (regional):
5. local ΙΑΤΡ:
- local pain, swelling
-
στο λεξικό PONS
authority <-ies> [ə·ˈθɔ:·rə·t̬i] ΟΥΣ
2. authority (permission):
4. authority (knowledge):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.