στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. decisionista <πλ decisionisti, decisioniste> [detʃizjoˈnista] ΕΠΊΘ
II. decisionista <πλ decisionisti, decisioniste> [detʃizjoˈnista] ΟΥΣ αρσ θηλ
decisionismo [detʃizjoˈnizmo] ΟΥΣ αρσ
decisionale [detʃizjoˈnale] ΕΠΊΘ
capacità <πλ capacità> [kapatʃiˈta] ΟΥΣ θηλ
1. capacità (attitudine):
2. capacità:
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
decision-making ΕΠΊΘ
deliberante [de·li·be·ˈran·te] ΕΠΊΘ
decisionale [de·tʃi·zio·ˈna:·le] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- decimal point
- decimate
- decimation
- decimeter
- decimetre
- decision-making
- decision table
- decisive
- decisively
- decisiveness
- deck