στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
respiratorio <πλ respiratori, respiratorie> [respiraˈtɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
respiratorio sistema, apparato, quoziente:
στο λεξικό PONS
respiratorio (-a) <-i, -ie> [res·pi·ra·ˈtɔ:·rio] ΕΠΊΘ
- respiratorio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.