στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
quoziente [kwotˈtsjɛnte] ΟΥΣ αρσ
1. quoziente ΜΑΘ:
- quoziente
-
2. quoziente ΣΤΑΤ:
- quoziente
-
ιδιωτισμοί:
- quoziente elettorale ΠΟΛΙΤ
-
- quoziente intellettivo, quoziente d'intelligenza
-
- quoziente intellettivo, quoziente d'intelligenza
-
- quoziente respiratorio
-
- quoziente di intelligenza
-
- quoziente di intelligenza
-
- quoziente di intelligenza
-
στο λεξικό PONS
quoziente [kuo·ˈtsiɛn·te] ΟΥΣ αρσ
1. quoziente ΜΑΘ, ΙΑΤΡ, ΨΥΧ:
2. quoziente (in statistica):
- quoziente
-
- quoziente d'intelligenza
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- quota
- quotare
- quotato
- quotazione
- quotidianamente
- quoziente
- QWERTY
- r
- R.
- R.R.
- rabarbaro