στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
commitment [βρετ kəˈmɪtm(ə)nt, αμερικ kəˈmɪtmənt] ΟΥΣ
1. commitment (obligation):
2. commitment (sense of duty):
3. commitment ΝΟΜ → committal
committal [βρετ kəˈmɪt(ə)l, αμερικ kəˈmɪdl] ΟΥΣ
1. committal ΝΟΜ:
- disavow opinion, commitment
-
- to be circumspect about predicting, making a commitment
-
- unflinching commitment
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.