Oxford Spanish Dictionary
lady <pl ladies> [αμερικ ˈleɪdi, βρετ ˈleɪdi] ΟΥΣ
1.1. lady (woman):
1.2. lady (refined woman):
I. old [αμερικ oʊld, βρετ əʊld] ΕΠΊΘ
1. old (of certain age):
2. old:
3.1. old (not new):
3.2. old (longstanding, familiar) προσδιορ:
6.1. old οικ προσδιορ as intensifier:
6.2. old οικ προσδιορ (in familiar references):
II. old [αμερικ oʊld, βρετ əʊld] ΟΥΣ
1. old (old people) + pl ρήμα:
στο λεξικό PONS
I. old [əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young):
2. old (not new):
3. old (denoting an age):
5. old (long known):
I. old [oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young):
2. old (not new):
3. old (denoting an age):
5. old (long known):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.