στο λεξικό PONS
se·cu·rity [sɪˈkjʊərəti, αμερικ -ˈkjʊrət̬i] ΟΥΣ
1. security no pl (protection, safety):
2. security no pl (guards):
3. security no pl (permanence, certainty):
4. security no pl (confidence):
5. security usu ενικ (safeguard):
6. security no pl (guarantee of payment):
7. security ΧΡΗΜΑΤΟΠ (investment):
8. security (as guarantor):
9. security (being secret):
se·cu·rities [sɪˈkjʊərətiz, αμερικ -ˈkjʊrət̬iz] ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
de·posi·tary [αμερικ dɪˈpɑ:zɪteri] ΟΥΣ αμερικ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
securities depositary ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
security ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Sicherheit θηλ
securities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
security ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Wertpapier ουδ
depositary ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Verwahrer αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.