στο λεξικό PONS
run·ner [ˈrʌnəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
3. runner (messenger):
4. runner μειωτ (smuggler):
8. runner (for table):
-
- Tischläufer αρσ
9. runner ΝΟΜ αργκ (criminal):
I. red <-dd-> [red] ΕΠΊΘ
2. red μτφ (flushing):
3. red (bloodshot):
4. red ΠΟΛΙΤ (Socialist):
- red Communist
-
5. red αμερικ ΠΟΛΙΤ οικ (Republican):
II. red [red] ΟΥΣ
1. red:
3. red no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
5. red no pl ΠΟΛΙΤ (Republican territory):
II. Red [red] ΠΟΛΙΤ ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Red Communist
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
red runner, red light runner ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.