στο λεξικό PONS
la·bel·ling, αμερικ la·bel·ing [ˈleɪbəlɪŋ] ΟΥΣ no pl
I. la·bel [ˈleɪbəl] ΟΥΣ
1. label:
2. label (brand name):
3. label Η/Υ:
II. la·bel <βρετ -ll- [or αμερικ usu -l-]> [ˈleɪbəl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. label (affix labels):
2. label (categorize):
ˈlug·gage la·bel ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
ˈcare la·bel ΟΥΣ
-
- Pflegeetikett ουδ
ˈprice la·bel ΟΥΣ
ˈown-label ΕΠΊΘ αμετάβλ βρετ
label remover ΟΥΣ
-
- labeling αμερικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
axis label
specific label [spəˈsɪfɪkˌleɪbl]
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | label |
|---|---|
| you | label |
| he/she/it | labels |
| we | label |
| you | label |
| they | label |
| I | labelled / αμερικ labeled |
|---|---|
| you | labelled / αμερικ labeled |
| he/she/it | labelled / αμερικ labeled |
| we | labelled / αμερικ labeled |
| you | labelled / αμερικ labeled |
| they | labelled / αμερικ labeled |
| I | have | labelled / αμερικ labeled |
|---|---|---|
| you | have | labelled / αμερικ labeled |
| he/she/it | has | labelled / αμερικ labeled |
| we | have | labelled / αμερικ labeled |
| you | have | labelled / αμερικ labeled |
| they | have | labelled / αμερικ labeled |
| I | had | labelled / αμερικ labeled |
|---|---|---|
| you | had | labelled / αμερικ labeled |
| he/she/it | had | labelled / αμερικ labeled |
| we | had | labelled / αμερικ labeled |
| you | had | labelled / αμερικ labeled |
| they | had | labelled / αμερικ labeled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kyrgyzstan
- K⁺ ions
- l
- L10n
- La
- labeling
- labelled
- labelling
- label remover
- lab equipment
- labia