στο λεξικό PONS
I. chief [tʃi:f] ΟΥΣ
1. chief (head of organization):
2. chief:
4. chief ΝΟΜ:
II. chief [tʃi:f] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. chief (main):
2. chief (head):
Joint Chiefs of ˈStaff ΟΥΣ
Joint Chiefs of Staff πλ αμερικ:
sta·tion ˈchief ΟΥΣ
1. station chief (the person in charge of a base of an organisation):
di·ˈvi·sion chief ΟΥΣ
chief ex·ˈecu·tive ΟΥΣ
2. chief executive (head of organization):
chief ac·ˈcount·ant ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
chief cash·ˈier ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
chief ˈedi·tor ΟΥΣ
chief ˈjus·tice ΟΥΣ
-
- Lordoberrichter αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
chief manager ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
division chief ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
chief constituent
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.