στο λεξικό PONS
Stütz·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Stützpunkt ΣΤΡΑΤ:
2. Stützpunkt ΟΙΚΟΝ:
U-Boot-Stütz·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Stützpunkt ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
-
- Stützpunkt αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.