Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sung [βρετ sʌŋ, αμερικ səŋ] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
sung → sing
I. sing [βρετ sɪŋ, αμερικ sɪŋ] ΟΥΣ αμερικ
sing → singalong
II. sing <απλ παρελθ sang; μετ παρακειμ sung> [βρετ sɪŋ, αμερικ sɪŋ] ΡΉΜΑ μεταβ
sing person song, note:
III. sing <απλ παρελθ sang, μετ παρακειμ sung> [βρετ sɪŋ, αμερικ sɪŋ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. sing person:
2. sing:
I. sing [βρετ sɪŋ, αμερικ sɪŋ] ΟΥΣ αμερικ
sing → singalong
II. sing <απλ παρελθ sang; μετ παρακειμ sung> [βρετ sɪŋ, αμερικ sɪŋ] ΡΉΜΑ μεταβ
sing person song, note:
III. sing <απλ παρελθ sang, μετ παρακειμ sung> [βρετ sɪŋ, αμερικ sɪŋ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. sing person:
2. sing:
sing. abrév écrite
sing. → singular
I. singular [βρετ ˈsɪŋɡjʊlə, αμερικ ˈsɪŋɡjələr] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
I. sing-song [βρετ ˈsɪŋsɒŋ, αμερικ ˈsɪŋˌsɔŋ] βρετ ΟΥΣ
I. sing out ΡΉΜΑ [βρετ sɪŋ -, αμερικ sɪŋ -] (sing out)
- exuberantly play, sing
-
στο λεξικό PONS
sung [sʌŋ] ΡΉΜΑ
sung μετ παρακειμ of sing
I. sing2 <sang [or a. αμερικ sung], sung> ΡΉΜΑ αμετάβ
sing1 [sɪŋ]
sing ΓΛΩΣΣ συντομογραφία: singular
I. sing2 <sang [or a. αμερικ sung], sung> ΡΉΜΑ αμετάβ
I. sing-song ΟΥΣ (singing session)
I. sing out ΡΉΜΑ αμετάβ
sung [sʌŋ] ΡΉΜΑ
sung μετ παρακειμ of sing
I. sing <sang [or sung] , sung> ΡΉΜΑ αμετάβ
I. sing <sang [or sung] , sung> ΡΉΜΑ αμετάβ
I. sing out ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.