exuberantly [βρετ ɪɡˈz(j)uːb(ə)r(ə)ntli, ɛɡˈz(j)uːb(ə)r(ə)ntli, αμερικ ɪɡˈzub(ə)rəntli] ΕΠΊΡΡ
- exuberantly play, sing
-
- exuberantly shout, wave
-
- avec exubérance agir
- exuberantly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.