στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. divertito [diverˈtito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
divertito → divertire
II. divertito [diverˈtito] ΕΠΊΘ
I. divertire [diverˈtire] ΡΉΜΑ μεταβ
1. divertire (procurare divertimento):
II. divertirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. divertirsi (provare divertimento):
2. divertirsi (giocare):
- divertirsi bambino, animale:
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.