Oxford Spanish Dictionary
final2 ΟΥΣ αρσ
juicio ΟΥΣ αρσ
1. juicio (facultad):
2. juicio (prudencia, sensatez):
3. juicio (opinión):
4. juicio ΝΟΜ:
στο λεξικό PONS
I. final1 ΕΠΊΘ
II. final1 ΟΥΣ αρσ
1. final (de un libro):
ιδιωτισμοί:
juicio ΟΥΣ αρσ
2. juicio (razón):
3. juicio (opinión):
I. final1 [fi·ˈnal] ΕΠΊΘ
juicio [ˈxwi·sjo, -θjo] ΟΥΣ αρσ
2. juicio (razón):
3. juicio (opinión):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.