στο λεξικό PONS
I. ein·fach <einfacher, am einfachsten> [ˈainfax] ΕΠΊΘ
1. einfach (leicht):
2. einfach (unkompliziert):
3. einfach (gewöhnlich):
4. einfach (nur einmal gemacht):
II. ein·fach <einfacher, am einfachsten> [ˈainfax] ΕΠΊΡΡ
III. ein·fach <einfacher, am einfachsten> [ˈainfax] ΜΌΡ
1. einfach εμφατ (geradezu):
2. einfach (ohne weiteres):
Ei·gen·tums·vor·be·halt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
einfacher Eigentumsvorbehalt phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Eigentumsvorbehalt ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- einengen
- Einengung
- einer
- einerlei
- einerseits
- einfacher Eigentumsvorbehalt
- einfacher Hebel
- Einfachfenster
- Einfachheit
- Einfachnutzen
- einfädeln