στο λεξικό PONS
Ver·ein <-[e]s, -e> [fɛɐ̯ˈʔain] ΟΥΣ αρσ
1. Verein (Organisation Gleichgesinnter):
2. Verein μειωτ οικ (Haufen):
- selbsttragend Verein, Organisation
-
- selbsttragend Verein, Organisation
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Verein ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
nicht rechtsfähiger Verein phrase ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.