στο λεξικό PONS
selbst·tra·gend ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. selbsttragend ΤΕΧΝΟΛ:
- selbsttragend
-
- selbsttragend
-
2. selbsttragend ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- selbsttragend Verein, Organisation
-
-
- selbsttragend ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
selbsttragend ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- selbsttragend
-
-
- selbsttragend
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.