στο λεξικό PONS
Son·der·ein·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
Fil·ter·ein·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
Kör·per·er·tüch·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ τυπικ
kör·per·ei·gen ΕΠΊΘ αμετάβλ, προσδιορ ΙΑΤΡ
Ein·satz·lei·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Einsatzleiter(in)
-
Dampf·ein·satz, Dämpf·ein·satz ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ein·satz·be·reit·schaft <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ (Bereitschaft)
Körpererweiterung ΟΥΣ
Einsatzleiter(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kapitaleinsatz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Einsatz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Einsatz von Ressourcen ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Einsatzbedingung ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Einsatzfahrzeug ΟΔ ΑΣΦ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Einsatzbereich
Einsatzgrenze
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.