Ge·fecht <-[e]s, -e> [gəˈfɛçt] ΟΥΣ ουδ a. μτφ
- Gefecht
-
- Gefecht ΣΤΡΑΤ
-
- Gefecht ΣΤΡΑΤ
-
Hit·ze <-, ειδικ ορολ -n> [ˈhɪtsə] ΟΥΣ θηλ
1. Hitze (große Wärme):
2. Hitze (heiße Witterung):
- to incapacitate sb
-
-
- Gefecht ουδ <-(e)s, -e>
- skirmish ΣΤΡΑΤ
- Gefecht ουδ <-(e)s, -e>
-
- Gefecht ουδ <-(e)s, -e>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.