Ge·fecht <-[e]s, -e> [gəˈfɛçt] ΟΥΣ ουδ a. μτφ
Hit·ze <-, ειδικ ορολ -n> [ˈhɪtsə] ΟΥΣ θηλ
1. Hitze (große Wärme):
2. Hitze (heiße Witterung):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.