στο λεξικό PONS
deutsch [dɔytʃ] ΕΠΊΘ
1. deutsch (Deutschland betreffend):
2. deutsch ΓΛΩΣΣ:
Deutsch [dɔytʃ] ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ
1. Deutsch ΓΛΩΣΣ:
Deut·sche <-n> ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Deutscher Rentenindex ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Deutschenhass
- Deutschenhasser
- Deutscher Aktienindex
- Deutscher Caritasverband
- Deutscher Genossenschafts- und Raiffeisenverband
- Deutscher Rentenindex
- Deutsches Institut für Wirtschaftsforschung
- Deutsches Patent- und Markenamt DPMA
- Deutsches Rechnungslegungs Standards Committee
- Deutsches Steuerrecht
- Deutsches Übersee-Institut